- αυτοπροβολή
- gösteriş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ευδοξία — (; – 404 μ.Χ.). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (400 4). Κόρη Φράγκου στρατηγού, έγινε σύζυγος του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395 408). Η Ε. ήταν υπερβολικά φιλόδοξη και αυταρχική με έντονη προσωπικότητα. Ήρθε γρήγορα σε σύγκρουση με τον ισχυρό ευνούχο… … Dictionary of Greek
εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek